ξεκαπίστρωτος

ξεκαπίστρωτος
-η, -ο [ξεκαπιστρώνω]
1. (για ζώο) αυτός που δεν έχει καπίστρι ή χαλινό, αχαλίνωτος
2. (για πρόσ.) αναιδής, ανάγωγος, θρασύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεκαπίστρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει καπίστρι, χαλινό, αχαλίνωτος, ξεκαπιστρωμένος. 2. μτφ., ακράτητος, αναιδής, ανάγωγος: Είναι γάιδαρος ξεκαπίστρωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαπίστρωτος — η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο [καπιστρώνω] 1. (ζώο) που δεν έχει καπίστρι 2. αυτός που δεν έχει ηθικούς περιορισμούς, ο αχαλίνωτος …   Dictionary of Greek

  • ακαπίστρωτος — ακαπίστρωτος, η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καπίστρι, χαλινάρι: Είχαν αφήσει το μουλάρι ακαπίστρωτο. 2. αυτός που δεν έχει ηθικό χαλινάρι, ασύδοτος: Μερικοί από τους νέους ήθελαν να φαίνονται πως είναι ακαπίστρωτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”